- τερτσίνα
- η(λ. ιταλ.), ομάδα τριών φθογγοσήμων της μουσικής που εκτελούνται ισόχρονα με δύο φθογγόσημα της ίδιας αξίας, τριολέτο.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
τερτσίνα — η, Ν 1. μουσ. τρία φθογγόσημα που εκτελούνται ισόχρονα με δύο φθογγόσημα 2. στροφή με τρεις στίχους, αλλ. τερτσέτο ή τέρτσα ρίμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. terzina] … Dictionary of Greek
ουμανισμός — Πολιτιστικό κίνημα (λογοτεχνικό, φιλολογικό και φιλοσοφικό), που συνδυάζεται με την καλλιτεχνική Αναγέννηση των ευρωπαϊκών κρατών κατά τον 15o και 16o αι. Ο ο. ξεκινά από την τάση προς μόρφωση, την αγωγή και την πνευματική και σωματική… … Dictionary of Greek
τερτσέτο — το, Ν 1. ιταλική ποιητική στροφή η οποία αποτελείται από τρεις στίχους και ο πρώτος και τρίτος στίχος είναι ομοιοκατάληκτοι ενώ ο δεύτερος ομοιοκαταληκτεί με τον πρώτο και τρίτο στίχο τού επόμενου τρίστιχου, αλλ. τέρτσα ρίμα, τερτσίνα 2. σύντομο… … Dictionary of Greek
τρίηχο — το, Ν μουσ. ομάδα τριών φθογγοσήμων τα οποία εκτελούνται ισόχρονα προς δύο φθογγόσημα τής ίδιας αξίας, κν. τριολέτο ή τερτσίνα. [ΕΤΥΜΟΛ. < τρι * + ήχος (πρβλ. εξά ηχο)] … Dictionary of Greek
τριολέτο — το, Ν μουσ. το μουσικό τρίηχο, αλλ. τερτσίνα. [ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. triolet, πιθ. υποκορ. τού ιταλ. trio (βλ. λ. τρίο)] … Dictionary of Greek
τρίηχο — το ομάδα τριών φθογγόσημων ίσης αξίας που εκτελούνται ισόχρονα με δύο φθογγόσημα της ίδιας αξίας, το τριολέτο, η τερτσίνα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
τριολέτο — το (λ. γαλλ.), το μουσικό τρίηχο, τερτσίνα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)